- λαλιά
- η (AM λαλιά, Α ποιητ. τ. λαλιή) [λαλώ]ομιλία, λόγος, φωνή (α. «λαλιά δεν έβγαλε από το στόμα του» β. «ὡς σπαρτίον τὸ κόκκινον χείλη σου καὶ ἡ λαλιά σου ὡραία», ΠΔ)νεοελλ.1. κελάδημα ή φωνή πτηνού, λάλημα («καρτερούσες τού κράχτη πετεινού τη λαλιά» Παλαμ.)2. (για μουσικά όργανα) ήχος3. γλώσσα, τρόπος έκφρασης, διάλεκτος (α. «κοινή λαλιά» — η δημοτική γλώσσαβ. «καὶ γὰρ ἡ λαλιά σου δῆλόν σε ποιεῑ», ΚΔ)αρχ.1. φιλική συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα2. ασήμαντη συζήτηση, αερολογία3. φλυαρία («πέρας ποιεῑ λαλιᾱς», Μέν.)4. διαβεβαίωση5. φήμη6. ύφος λόγου.
Dictionary of Greek. 2013.